χωλοκράββατον

χωλοκράββατον
χωλο-κράββατον, τό,
A = σκιμπόδιον, Suid. s.v. σκίμπους; also [suff] χωλο-κραβάτιον Sch.Ar.Nu.254.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χωλοκράββατον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωλοκράββατον — τὸ, Α το χωλοκραβ (β)άτιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + κράββατος «κρεβάτι»] …   Dictionary of Greek

  • χωλοκραβ(β)άτιον — τὸ, Α [χωλοκράββατον] φορείο για τη μεταφορά ανθρώπου που δεν μπορεί να περπατήσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”